θυγατέρα

θυγατέρα
[-άτηρ (-τρός)] η дочь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θυγατέρα" в других словарях:

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • θυγατέρα — η 1. κόρη: Έχει ένα γιο και δυο θυγατέρες. 2. μτφ., ό,τι έχει γεννηθεί από άλλο, επακόλουθο: Η ιταλική γλώσσα είναι θυγατέρα της λατινικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυγατέρα — θυγάτηρ daughter fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυγατέρ' — θυγατέρα , θυγάτηρ daughter fem acc sg θυγατέρι , θυγάτηρ daughter fem dat sg θυγατέρε , θυγάτηρ daughter fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλκμήνη — I Μητέρα του Ηρακλή, θυγατέρα του Ηλεκτρύωνα και της Αναξούς και σύζυγος του Αμφιτρύωνα. Σύμφωνα με τον ποιητή Άσιο ήταν θυγατέρα του Αμφιάραου και της Εριφύλης, ενώ από άλλες παραδόσεις αναφέρεται ως θυγατέρα της κόρης του Πέλοπα Λυσιδίκης ή της …   Dictionary of Greek

  • Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • ακριβοθυγατέρα — και ακριβοδυχατέρα, η (συνήθως για μοναχοκόρη) πολύ αγαπημένη θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θυγατέρα ή δυχατέρα] …   Dictionary of Greek

  • γιος — και γυιος και υγιός, ο 1. ο υιός*, το αρσενικό τέκνο 2. παροιμ. α) «κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα» τα παιδιά κληρονομούν τα γνωρίσματα τών γονιών τους και ακολουθούν το παράδειγμα τους 6) «γαμπρός υγιός δεν γίνεται και νύφη… …   Dictionary of Greek

  • θυγατερεΐς — θυγατερεΐς, ἡ (Α) επιγρ. η θυγατέρα τής κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ εΐς< θ. θυγατέρ τού θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. εΐς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. Νηρ εΐς)] …   Dictionary of Greek

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»